χαλκονικέλιο

χαλκονικέλιο
το, Ν
(μεταλργ.) κράμα χαλκού και νικελίου, που περιέχει συνήθως λιγότερο από 50% νικέλιο και ελαφρές προσμίξεις σιδήρου, 0, 5-6%, και μαγγανίου 0, 3-1%.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cupronickel].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαλκονικελιούχος — α, ο, Ν [χαλκονικέλιο] (ορυκτ. μεταλργ.) αυτός που περιέχει χαλκονικέλιο ή αποτελείται από χαλκονικέλιο («χαλκονικελιούχα κράματα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”